Κεμήλιος

Κεμήλιος
Κεμήλιος, ὁ (Α)
πιθ. προσωνυμία τού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς «μικρό ελάφι», πιθ. λόγω τών δερμάτων από ελάφια που ο Διόνυσος εθεωρείτο ότι φορούσε. Δεν φαίνεται να ευσταθεί η σύνδεση τής λ. με το κειμήλιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”